- γαμβρεύω
- γαμβρεύω (Α) [γαμβρός]1. συγγενεύω με γάμο2. (για άντρα) γαμβρεύομαιπαντρεύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιγαμβρεύω — ἐπιγαμβρεύω (AM) δίνω τον νεώτερο αδελφό ως σύζυγο στη χήρα τού μεγαλύτερου αδελφού αρχ. 1. γίνομαι γαμπρός κάποιου 2. γίνομαι πεθερός, κάνω γαμπρό 3. μέσ. συμπεθερεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γαμβρεύω (< γαμβρός)] … Dictionary of Greek